επικριτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επικριτής οι επικριτές
      γενική του επικριτή των επικριτών
    αιτιατική τον επικριτή τους επικριτές
     κλητική επικριτή επικριτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επικριτής < ελληνιστική κοινή ἐπικριτής < επικρίνω + -τής

Ουσιαστικό

επικριτής αρσενικό (θηλυκό: επικρίτρια)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.