επικαταλλαγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επικαταλλαγή οι επικαταλλαγές
      γενική της επικαταλλαγής των επικαταλλαγών
    αιτιατική την επικαταλλαγή τις επικαταλλαγές
     κλητική επικαταλλαγή επικαταλλαγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επικαταλλαγή < ελληνιστική κοινή ἐπικαταλλαγή < αρχαία ελληνική ἐπικαταλλάσσω

Ουσιαστικό

επικαταλλαγή θηλυκό

  1. (οικονομία) η αμοιβή ανταλλακτηρίου νομισμάτων
  2. (οικονομία) η διαφορά πραγματικής και αναγραφόμενης / επίσημης τιμής και αξίας νομισμάτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.