ανταλλακτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανταλλακτήριο τα ανταλλακτήρια
      γενική του ανταλλακτήριου
& ανταλλακτηρίου
των ανταλλακτήριων
& ανταλλακτηρίων
    αιτιατική το ανταλλακτήριο τα ανταλλακτήρια
     κλητική ανταλλακτήριο ανταλλακτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανταλλακτήριο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ανταλλακτήριο ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) κατάστημα στο οποίο ανταλλάσσονται αντικείμενα
  2. (ειδικότερα) το ανταλλακτήριο συναλλάγματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.