επικάρπιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επικάρπιο | τα | επικάρπια |
| γενική | του | επικάρπιου & επικαρπίου |
των | επικάρπιων & επικαρπίων |
| αιτιατική | το | επικάρπιο | τα | επικάρπια |
| κλητική | επικάρπιο | επικάρπια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επικάρπιο < (ελληνιστική κοινή) ἐπικάρπιον < αρχαία ελληνική ἐπικάρπιος < ἐπί + καρπός
Ουσιαστικό
επικάρπιο ουδέτερο
- (βοτανική) το μεμβρανώδες περίβλημα του περικάρπιου
- (ανατομία) το τμήμα του χεριού λίγο πάνω από τον καρπό
- Σε «αιμορροϊκό σοκ από τραύμα στο δεξιό επικάρπιο», όπως μνημονεύεται στην ιατροδικαστική έκθεση, αποδίδεται ο θάνατος του 20χρονου σπουδαστή. (*)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καρπός
Μεταφράσεις
επικάρπιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.