σοκ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σοκ < (λόγιο δάνειο) γαλλική choc[1]
Ουσιαστικό
σοκ ουδέτερο άκλιτο
- (ιατρική) το σύνολο των διαταραχών που προκαλούνται από βίαιες μεταβολές της κατάστασης του οργανισμού
- σηπτικό σοκ, αλλεργικό σοκ
- (μεταφορικά) ξάφνιασμα
- έπαθα σοκ έτσι όπως τον είδα ξαφνικά μπροστά μου
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σοκ
- σοκ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.