επιζητώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιζητώ < αρχαία ελληνική ἐπιζητέω / ἐπιζητῶ
Συγγενικά
- επιζήτηση
- επιζήτητος
- → δείτε τις λέξεις επι και ζητώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιζητώ | επιζητούσα | θα επιζητώ | να επιζητώ | επιζητώντας | |
| β' ενικ. | επιζητείς | επιζητούσες | θα επιζητείς | να επιζητείς | (επιζήτει) | |
| γ' ενικ. | επιζητεί | επιζητούσε | θα επιζητεί | να επιζητεί | ||
| α' πληθ. | επιζητούμε | επιζητούσαμε | θα επιζητούμε | να επιζητούμε | ||
| β' πληθ. | επιζητείτε | επιζητούσατε | θα επιζητείτε | να επιζητείτε | επιζητείτε | |
| γ' πληθ. | επιζητούν(ε) | επιζητούσαν(ε) | θα επιζητούν(ε) | να επιζητούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιζήτησα | θα επιζητήσω | να επιζητήσω | επιζητήσει | ||
| β' ενικ. | επιζήτησες | θα επιζητήσεις | να επιζητήσεις | επιζήτησε | ||
| γ' ενικ. | επιζήτησε | θα επιζητήσει | να επιζητήσει | |||
| α' πληθ. | επιζητήσαμε | θα επιζητήσουμε | να επιζητήσουμε | |||
| β' πληθ. | επιζητήσατε | θα επιζητήσετε | να επιζητήσετε | επιζητήστε | ||
| γ' πληθ. | επιζήτησαν επιζητήσαν(ε) |
θα επιζητήσουν(ε) | να επιζητήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιζητήσει | είχα επιζητήσει | θα έχω επιζητήσει | να έχω επιζητήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιζητήσει | είχες επιζητήσει | θα έχεις επιζητήσει | να έχεις επιζητήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιζητήσει | είχε επιζητήσει | θα έχει επιζητήσει | να έχει επιζητήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιζητήσει | είχαμε επιζητήσει | θα έχουμε επιζητήσει | να έχουμε επιζητήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιζητήσει | είχατε επιζητήσει | θα έχετε επιζητήσει | να έχετε επιζητήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιζητήσει | είχαν επιζητήσει | θα έχουν επιζητήσει | να έχουν επιζητήσει |
| |
Μεταφράσεις
επιζητώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.