επιδιορθώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιδιορθώνομαι<παθητική φωνή του ρήμ. επιδιορθώνω

Ρήμα

επιδιορθώνομαι

  • για ρούχα, υποδήματα, μηχανήματα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, ποδήλατα... τα επισκευάζω.

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.