επιδημιολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | επιδημιολόγος | οι | επιδημιολόγοι |
| γενική | του/της | επιδημιολόγου | των | επιδημιολόγων |
| αιτιατική | τον/την | επιδημιολόγο | τους/τις | επιδημιολόγους |
| κλητική | επιδημιολόγε | επιδημιολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιδημιολόγος < επιδημί(α) + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό
επιδημιολόγος αρσενικό ή θηλυκό (ιατρική)
- (παλαιότερα) ο/η επιστήμονας που μελετούσε τις επιδημίες
- (ιατρική, επάγγελμα, επιδημιολογία) ειδικός της υγείας ο οποίος αναλύοντας στατιστικά δεδομένα, μελετά την πορεία και εξέλιξη όλων των νόσων και όχι αποκλειστικά των λοιμωδών, καθώς και την πορεία θεραπειών ή άλλων ζωτικών στοιχείων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
επιδημιολόγος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.