επιδεκτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιδεκτικός η επιδεκτική το επιδεκτικό
      γενική του επιδεκτικού της επιδεκτικής του επιδεκτικού
    αιτιατική τον επιδεκτικό την επιδεκτική το επιδεκτικό
     κλητική επιδεκτικέ επιδεκτική επιδεκτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιδεκτικοί οι επιδεκτικές τα επιδεκτικά
      γενική των επιδεκτικών των επιδεκτικών των επιδεκτικών
    αιτιατική τους επιδεκτικούς τις επιδεκτικές τα επιδεκτικά
     κλητική επιδεκτικοί επιδεκτικές επιδεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιδεκτικός < (ελληνιστική κοινή) ἐπιδεκτικός < ἐπιδέχομαι

Επίθετο

επιδεκτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.