amenable

Αγγλικά (en)

Επίθετο

  1. σύμφωνος, πρόθυμος
  2. amenable to: επιδεκτικός, που υπόκειται σε, που δύναται να επηρεάσει τον/επηρεαστεί από, που επιδρά (ο ίδιος ή) πάνω του κάποιος-κάτι, που δυνητικά βρίσκεται υπό την επιρροή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.