επιδαψίλευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιδαψίλευση | οι | επιδαψιλεύσεις |
| γενική | της | επιδαψίλευσης* | των | επιδαψιλεύσεων |
| αιτιατική | την | επιδαψίλευση | τις | επιδαψιλεύσεις |
| κλητική | επιδαψίλευση | επιδαψιλεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιδαψιλεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιδαψίλευση < επιδαψιλεύω + -ση < ελληνιστική κοινή ἐπιδαψιλεύω < αρχαία ελληνική ἐπιδαψιλεύομαι
Μεταφράσεις
επιδαψίλευση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.