επιδαψιλεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
επιδαψιλεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδαψιλεύω
- θα επιδαψιλεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδαψιλεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επιδαψιλεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιδαψίλευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.