επιβατηγό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιβατηγό τα επιβατηγά
      γενική του επιβατηγού των επιβατηγών
    αιτιατική το επιβατηγό τα επιβατηγά
     κλητική επιβατηγό επιβατηγά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιβατηγό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου επιβατηγός

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.va.tiˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιβατηγό

Ουσιαστικό

επιβατηγό ουδέτερο

  1. αυτοκίνητο, συνήθως ιδιωτικής χρήσεως, κατάλληλο για τη μεταφορά επιβατών
     συνώνυμα: Ι.Χ.
  2. που έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει επιβάτες
    επιβατηγό-οχηματαγωγό (εννοείται: πλοίο)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επιβατηγό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.