επεμβατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επεμβατικός | η | επεμβατική | το | επεμβατικό |
| γενική | του | επεμβατικού | της | επεμβατικής | του | επεμβατικού |
| αιτιατική | τον | επεμβατικό | την | επεμβατική | το | επεμβατικό |
| κλητική | επεμβατικέ | επεμβατική | επεμβατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επεμβατικοί | οι | επεμβατικές | τα | επεμβατικά |
| γενική | των | επεμβατικών | των | επεμβατικών | των | επεμβατικών |
| αιτιατική | τους | επεμβατικούς | τις | επεμβατικές | τα | επεμβατικά |
| κλητική | επεμβατικοί | επεμβατικές | επεμβατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- επεμβατικά
- → δείτε τις λέξεις επεμβαίνω και βαίνω
Μεταφράσεις
επεμβατικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.