επεκτασιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επεκτασιμότητα | οι | επεκτασιμότητες |
| γενική | της | επεκτασιμότητας | των | επεκτασιμοτήτων |
| αιτιατική | την | επεκτασιμότητα | τις | επεκτασιμότητες |
| κλητική | επεκτασιμότητα | επεκτασιμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επεκτασιμότητα < επεκτάσιμος + -ότητα
Ουσιαστικό
επεκτασιμότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του επεκτάσιμου, το να υπάρχει η δυνατότητα να επεκταθεί κάποιος ή κάτι
- ※ Ουδείς αμφισβητεί ότι τη μνημονιακή περίοδο υπογράφηκαν κλαδικές συμβάσεις που προέβλεπαν πάγωμα και μειώσεις αποδοχών, ωστόσο η κατάργηση της επεκτασιμότητας ήταν το μέτρο που άφηνε στην καλή… διάθεση του κάθε εργοδότη να αποφασίσει αν θα δώσει τον κατώτατο μισθό, αν θα προχωρήσει σε περικοπές μισθών, όταν την ίδια στιγμή οι άλλοι εργοδότες του ίδιου κλάδου τηρούσαν την κλαδική σύμβαση, η οποία είναι προϊόν διμερούς διαπραγμάτευσης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. (Εφημερίδα των συντακτών, 5/9/2018)
Μεταφράσεις
επεκτασιμότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.