επάνδρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επάνδρωση οι επανδρώσεις
      γενική της επάνδρωσης* των επανδρώσεων
    αιτιατική την επάνδρωση τις επανδρώσεις
     κλητική επάνδρωση επανδρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανδρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επάνδρωση < επανδρώνω + -ση

Ουσιαστικό

επάνδρωση θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανδρώνω
    τελικά βρέθηκε ένας ακόμα νοσοκόμος για να ολοκληρωθεί η επάνδρωση του νοσκομείου με βοηθητικό προσωπικό
    στην επάνδρωση του αεροπλάνου περιλαμβάνονται δύο πιλότοι, ένας μηχανικός πτήσης και ένας αεροσυνοδός

η επανδρωση αφορά σε προσωπικό γένους αρσενικου.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.