επάνδρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επάνδρωση | οι | επανδρώσεις |
| γενική | της | επάνδρωσης* | των | επανδρώσεων |
| αιτιατική | την | επάνδρωση | τις | επανδρώσεις |
| κλητική | επάνδρωση | επανδρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επανδρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
επάνδρωση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανδρώνω
- τελικά βρέθηκε ένας ακόμα νοσοκόμος για να ολοκληρωθεί η επάνδρωση του νοσκομείου με βοηθητικό προσωπικό
- στην επάνδρωση του αεροπλάνου περιλαμβάνονται δύο πιλότοι, ένας μηχανικός πτήσης και ένας αεροσυνοδός
η επανδρωση αφορά σε προσωπικό γένους αρσενικου.
Μεταφράσεις
επάνδρωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.