επανένταξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επανένταξη | οι | επανεντάξεις |
| γενική | της | επανένταξης* | των | επανεντάξεων |
| αιτιατική | την | επανένταξη | τις | επανεντάξεις |
| κλητική | επανένταξη | επανεντάξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επανεντάξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.paˈnen.da.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐νέ‐ντα‐ξη
Μεταφράσεις
επανένταξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.