επανεντάξεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
επανεντάξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επανεντάσσω
- θα επανεντάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επανεντάσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επανεντάξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επανένταξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.