επαληθευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επαληθευτικός | η | επαληθευτική | το | επαληθευτικό |
| γενική | του | επαληθευτικού | της | επαληθευτικής | του | επαληθευτικού |
| αιτιατική | τον | επαληθευτικό | την | επαληθευτική | το | επαληθευτικό |
| κλητική | επαληθευτικέ | επαληθευτική | επαληθευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επαληθευτικοί | οι | επαληθευτικές | τα | επαληθευτικά |
| γενική | των | επαληθευτικών | των | επαληθευτικών | των | επαληθευτικών |
| αιτιατική | τους | επαληθευτικούς | τις | επαληθευτικές | τα | επαληθευτικά |
| κλητική | επαληθευτικοί | επαληθευτικές | επαληθευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επαληθευτικός < επαληθεύω + -τικός < αρχαία ελληνική ἐπαληθεύω
Μεταφράσεις
επαληθευτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.