επαληθεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επαληθεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαληθεύω
  2. θα επαληθεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαληθεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επαληθεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επαλήθευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.