επακόλουθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επακόλουθος | η | επακόλουθη | το | επακόλουθο |
| γενική | του | επακόλουθου | της | επακόλουθης | του | επακόλουθου |
| αιτιατική | τον | επακόλουθο | την | επακόλουθη | το | επακόλουθο |
| κλητική | επακόλουθε | επακόλουθη | επακόλουθο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επακόλουθοι | οι | επακόλουθες | τα | επακόλουθα |
| γενική | των | επακόλουθων | των | επακόλουθων | των | επακόλουθων |
| αιτιατική | τους | επακόλουθους | τις | επακόλουθες | τα | επακόλουθα |
| κλητική | επακόλουθοι | επακόλουθες | επακόλουθα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επακόλουθος < ελληνιστική κοινή ἐπακόλουθος
Συγγενικά
- επακόλουθο
- → δείτε τις λέξεις επακολουθώ και ακολουθώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.