επακριβής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επακριβής | η | επακριβής | το | επακριβές |
| γενική | του | επακριβούς* | της | επακριβούς | του | επακριβούς |
| αιτιατική | τον | επακριβή | την | επακριβή | το | επακριβές |
| κλητική | επακριβή(ς) | επακριβής | επακριβές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επακριβείς | οι | επακριβείς | τα | επακριβή |
| γενική | των | επακριβών | των | επακριβών | των | επακριβών |
| αιτιατική | τους | επακριβείς | τις | επακριβείς | τα | επακριβή |
| κλητική | επακριβείς | επακριβείς | επακριβή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επακριβής < ελληνιστική κοινή ἐπακριβής
Μεταφράσεις
επακριβής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.