επαγγελματισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επαγγελματισμός οι επαγγελματισμοί
      γενική του επαγγελματισμού των επαγγελματισμών
    αιτιατική τον επαγγελματισμό τους επαγγελματισμούς
     κλητική επαγγελματισμέ επαγγελματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επαγγελματισμός < επαγγελματίας + -ισμός

Ουσιαστικό

επαγγελματισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.