επιστρώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επιστρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιστρώνω
  2. θα επιστρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιστρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επιστρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίστρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.