εορτολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εορτολόγιο τα εορτολόγια
      γενική του εορτολόγιου
& εορτολογίου
των εορτολόγιων
& εορτολογίων
    αιτιατική το εορτολόγιο τα εορτολόγια
     κλητική εορτολόγιο εορτολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εορτολόγιο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἑορτολόγιον < αρχαία ελληνική ἑορτή + -ο- + -λόγιο[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.oɾ.toˈlo.ʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εορτολόγιο

Ουσιαστικό

εορτολόγιο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.