εξωγναθία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξωγναθία οι εξωγναθίες
      γενική της εξωγναθίας των εξωγναθιών
    αιτιατική την εξωγναθία τις εξωγναθίες
     κλητική εξωγναθία εξωγναθίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξωγναθία < εξω- + γνάθος + -ία < αρχαία ελληνική γνάθος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prognathisme < prognathe < αρχαία ελληνική γνάθος)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.kso.ɣnaˈθi.a/

Ουσιαστικό

εξωγναθία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.