εξυψωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξυψωτικός | η | εξυψωτική | το | εξυψωτικό |
| γενική | του | εξυψωτικού | της | εξυψωτικής | του | εξυψωτικού |
| αιτιατική | τον | εξυψωτικό | την | εξυψωτική | το | εξυψωτικό |
| κλητική | εξυψωτικέ | εξυψωτική | εξυψωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξυψωτικοί | οι | εξυψωτικές | τα | εξυψωτικά |
| γενική | των | εξυψωτικών | των | εξυψωτικών | των | εξυψωτικών |
| αιτιατική | τους | εξυψωτικούς | τις | εξυψωτικές | τα | εξυψωτικά |
| κλητική | εξυψωτικοί | εξυψωτικές | εξυψωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
εξυψωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.