τιμητική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιμητική οι τιμητικές
      γενική της τιμητικής των τιμητικών
    αιτιατική την τιμητική τις τιμητικές
     κλητική τιμητική τιμητικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τιμητική < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τιμητικός

Ουσιαστικό

τιμητική θηλυκό

  1. εκδήλωση που πραγματοποιείται προκειμένου να τιμηθεί κάποιος
  2. (στρατιωτικός όρος) άδεια που χορηγείται σε στρατιώτη για την προσφορά του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τιμητική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.