τιμητική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τιμητική | οι | τιμητικές |
| γενική | της | τιμητικής | των | τιμητικών |
| αιτιατική | την | τιμητική | τις | τιμητικές |
| κλητική | τιμητική | τιμητικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τιμητική < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τιμητικός
Ουσιαστικό
τιμητική θηλυκό
- εκδήλωση που πραγματοποιείται προκειμένου να τιμηθεί κάποιος
- (στρατιωτικός όρος) άδεια που χορηγείται σε στρατιώτη για την προσφορά του
Μεταφράσεις
τιμητική
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τιμητική
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.