εξισορροπητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξισορροπητικός | η | εξισορροπητική | το | εξισορροπητικό |
| γενική | του | εξισορροπητικού | της | εξισορροπητικής | του | εξισορροπητικού |
| αιτιατική | τον | εξισορροπητικό | την | εξισορροπητική | το | εξισορροπητικό |
| κλητική | εξισορροπητικέ | εξισορροπητική | εξισορροπητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξισορροπητικοί | οι | εξισορροπητικές | τα | εξισορροπητικά |
| γενική | των | εξισορροπητικών | των | εξισορροπητικών | των | εξισορροπητικών |
| αιτιατική | τους | εξισορροπητικούς | τις | εξισορροπητικές | τα | εξισορροπητικά |
| κλητική | εξισορροπητικοί | εξισορροπητικές | εξισορροπητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξισορροπητικός < εξισορροπώ + -τικός
Επίθετο
εξισορροπητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την εξισορρόπηση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά
- εξισορροπητικά
- → δείτε τις λέξεις εξισορροπώ, ισόρροπος, ίσος και ρέπω
Μεταφράσεις
εξισορροπητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.