εξισορροπητικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξισορροπητικά < εξισορροπητικός + -ά
Μεταφράσεις
εξισορροπητικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εξισορροπητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξισορροπητικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.