εξατομικεύσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξατομικεύσιμος | η | εξατομικεύσιμη | το | εξατομικεύσιμο |
| γενική | του | εξατομικεύσιμου | της | εξατομικεύσιμης | του | εξατομικεύσιμου |
| αιτιατική | τον | εξατομικεύσιμο | την | εξατομικεύσιμη | το | εξατομικεύσιμο |
| κλητική | εξατομικεύσιμε | εξατομικεύσιμη | εξατομικεύσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξατομικεύσιμοι | οι | εξατομικεύσιμες | τα | εξατομικεύσιμα |
| γενική | των | εξατομικεύσιμων | των | εξατομικεύσιμων | των | εξατομικεύσιμων |
| αιτιατική | τους | εξατομικεύσιμους | τις | εξατομικεύσιμες | τα | εξατομικεύσιμα |
| κλητική | εξατομικεύσιμοι | εξατομικεύσιμες | εξατομικεύσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξατομικεύσιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
εξατομικεύσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να εξατομικευτει
- (λογιστική) εξατομικεύσιμο: περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να αναγνωριστεί και να διαχωριστεί από τα υπόλοιπα ως ανεξάρτητο, ώστε να μπορεί να μεταβιβαστεί, πωληθεί, κλπ. Συνήθως ο όρος έχει σχέση με τα ασώματα (άυλα) πάγια.
- ↪ η καλή φήμη μια εταιρίας είναι ένα μη εξατομικεύσιμο περιουσιακό στοιχείο και γιαυτό δεν μπορεί να πωληθεί ξεχωριστά
Μεταφράσεις
εξατομικεύσιμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.