εξαρτώμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξαρτώμενος | η | εξαρτώμενη | το | εξαρτώμενο |
| γενική | του | εξαρτώμενου | της | εξαρτώμενης | του | εξαρτώμενου |
| αιτιατική | τον | εξαρτώμενο | την | εξαρτώμενη | το | εξαρτώμενο |
| κλητική | εξαρτώμενε | εξαρτώμενη | εξαρτώμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξαρτώμενοι | οι | εξαρτώμενες | τα | εξαρτώμενα |
| γενική | των | εξαρτώμενων | των | εξαρτώμενων | των | εξαρτώμενων |
| αιτιατική | τους | εξαρτώμενους | τις | εξαρτώμενες | τα | εξαρτώμενα |
| κλητική | εξαρτώμενοι | εξαρτώμενες | εξαρτώμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξαρτώμενος < → λείπει η ετυμολογία
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.