εξακοντίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εξακοντίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξακοντίζω
  2. θα εξακοντίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξακοντίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εξακοντίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξακόντιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.