εξαεριστήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξαεριστήρας οι εξαεριστήρες
      γενική του εξαεριστήρα των εξαεριστήρων
    αιτιατική τον εξαεριστήρα τους εξαεριστήρες
     κλητική εξαεριστήρα εξαεριστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξαεριστήρας < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ventilateur

Ουσιαστικό

εξαεριστήρας (1)

εξαεριστήρας αρσενικό

  • ηλεκτρικός μηχανισμός με φτερωτή που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση του αέρα από το εσωτερικό χώρου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.