εξαγόμενο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξαγόμενο τα εξαγόμενα
      γενική του εξαγόμενου
& εξαγομένου
των εξαγόμενων
& εξαγομένων
    αιτιατική το εξαγόμενο τα εξαγόμενα
     κλητική εξαγόμενο εξαγόμενα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξαγόμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εξαγόμενος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déduction)

Ουσιαστικό

εξαγόμενο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.