εξάρθρημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξάρθρημα τα εξαρθρήματα
      γενική του εξαρθρήματος των εξαρθρημάτων
    αιτιατική το εξάρθρημα τα εξαρθρήματα
     κλητική εξάρθρημα εξαρθρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el

εξάρθρημα λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εξάρθρημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.