παρεκτόπιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρεκτόπιση οι παρεκτοπίσεις
      γενική της παρεκτόπισης* των παρεκτοπίσεων
    αιτιατική την παρεκτόπιση τις παρεκτοπίσεις
     κλητική παρεκτόπιση παρεκτοπίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρεκτοπίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρεκτόπιση < παρ- + εκτόπιση

Ουσιαστικό

παρεκτόπιση θηλυκό

  1. μετατόπιση
  2. εκτόπισμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.