κάκωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάκωση οι κακώσεις
      γενική της κάκωσης* των κακώσεων
    αιτιατική την κάκωση τις κακώσεις
     κλητική κάκωση κακώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κακώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάκωση < αρχαία ελληνική κάκωσις < κακόω / κακῶ < κακός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kak- (κακός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈka.ko.si/

Ουσιαστικό

κάκωση θηλυκό

  1. (ιατρική) βλάβη σωματική, τραυματισμός
  2. (σπάνιο) κακοποίηση
  3. (σπάνιο) κακοπάθεια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.