εντυπωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εντυπωτικός | η | εντυπωτική | το | εντυπωτικό |
| γενική | του | εντυπωτικού | της | εντυπωτικής | του | εντυπωτικού |
| αιτιατική | τον | εντυπωτικό | την | εντυπωτική | το | εντυπωτικό |
| κλητική | εντυπωτικέ | εντυπωτική | εντυπωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εντυπωτικοί | οι | εντυπωτικές | τα | εντυπωτικά |
| γενική | των | εντυπωτικών | των | εντυπωτικών | των | εντυπωτικών |
| αιτιατική | τους | εντυπωτικούς | τις | εντυπωτικές | τα | εντυπωτικά |
| κλητική | εντυπωτικοί | εντυπωτικές | εντυπωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εντυπωτικός
- που έχει σχέση με κάποια εντύπωση ή εντυπώνεται στην αντίληψη ή τη μνήμη κάποιου
Μεταφράσεις
εντυπωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.