εντοιχιζόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντοιχιζόμενος η εντοιχιζόμενη το εντοιχιζόμενο
      γενική του εντοιχιζόμενου της εντοιχιζόμενης του εντοιχιζόμενου
    αιτιατική τον εντοιχιζόμενο την εντοιχιζόμενη το εντοιχιζόμενο
     κλητική εντοιχιζόμενε εντοιχιζόμενη εντοιχιζόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντοιχιζόμενοι οι εντοιχιζόμενες τα εντοιχιζόμενα
      γενική των εντοιχιζόμενων των εντοιχιζόμενων των εντοιχιζόμενων
    αιτιατική τους εντοιχιζόμενους τις εντοιχιζόμενες τα εντοιχιζόμενα
     κλητική εντοιχιζόμενοι εντοιχιζόμενες εντοιχιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εντοιχιζόμενος μετοχή ενεστώτα του εντοιχίζομαι < εντοιχίζω

Μετοχή

εντοιχιζόμενος,η,ο

  1. εκείνος που μπορεί να γίνει εντοιχισμένος
    εντοιχιζόμενες συσκευές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.