σόκιν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σόκιν < αγγλική shocking

Επίθετο

σόκιν άκλιτο

  • που μπορεί να σοκάρει επειδή είναι πολύ τολμηρός από σεξουαλική άποψη
    Είδαμε εκεί κάτι πολύ σόκιν φωτογραφίες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.