ενσαρκώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ενσαρκώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενσαρκώνω
  2. θα ενσαρκώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενσαρκώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ενσαρκώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενσάρκωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.