ενοχοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενοχοποίηση | οι | ενοχοποιήσεις |
| γενική | της | ενοχοποίησης* | των | ενοχοποιήσεων |
| αιτιατική | την | ενοχοποίηση | τις | ενοχοποιήσεις |
| κλητική | ενοχοποίηση | ενοχοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ενοχοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενοχοποίηση < (καθαρεύουσα) ἐνοχοποίησις < (ενοχοποιώ) ενοχοποιη- + -σις > -ση[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.no.xoˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νο‐χο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
ενοχοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενοχοποιώ
- ※ Ωστόσο, τα διακριτά αυτά γεγονότα συγκλίνουν στην ενοχοποίηση του παγκόσμιου καπιταλισμού. Και η συνισταμένη αυτή μπορεί να μην καταλήξει στο παγκόσμιο χάος που προαναγγέλλει μια εντυπωσιακή χορωδία από Κασσάνδρες, αλλά σε μια απελευθερωτική εξέλιξη. (enet.gr)
Μεταφράσεις
ενοχοποίηση
Αναφορές
- ενοχοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.