ενορχηστρωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ενορχηστρωτής | οι | ενορχηστρωτές |
| γενική | του | ενορχηστρωτή | των | ενορχηστρωτών |
| αιτιατική | τον | ενορχηστρωτή | τους | ενορχηστρωτές |
| κλητική | ενορχηστρωτή | ενορχηστρωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενορχηστρωτής < ενορχηστρώνω + -τής
Ουσιαστικό
ενορχηστρωτής αρσενικό (θηλυκό: ενορχηστρώτρια)
- (κυριολεκτικά) (μουσική) (μεταφορικά) αυτός που ενορχηστρώνει
Μεταφράσεις
ενορχηστρωτής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.