ενορχηστρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενορχηστρώνω < εν + ορχήστρ(α) + -ώνω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική orchestrer [1]

Ρήμα

ενορχηστρώνω

  1. (μουσική) διαμορφώνω μια μουσική σύνθεση έτσι ώστε να μπορεί να παιχθεί από τα όργανα μιας ορχήστρας
  2. (μεταφορικά, συνήθως για επιθετικές ενέργειες) οργανώνω, προετοιμάζω, συντονίζω κάποια πράγματα ώστε να επιτύχω έναν στόχο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.