ενορχήστρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενορχήστρωση | οι | ενορχηστρώσεις |
| γενική | της | ενορχήστρωσης* | των | ενορχηστρώσεων |
| αιτιατική | την | ενορχήστρωση | τις | ενορχηστρώσεις |
| κλητική | ενορχήστρωση | ενορχηστρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ενορχηστρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενορχήστρωση < ενορχηστρώνω + -ση
-
ενορχήστρωση στη Βικιπαίδεια

-
Orchestration στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ενορχήστρωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.