ενορχηστρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
ενορχηστρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενορχηστρώνω
- θα ενορχηστρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενορχηστρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ενορχηστρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενορχήστρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.