ενοριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενοριακός | η | ενοριακή | το | ενοριακό |
| γενική | του | ενοριακού | της | ενοριακής | του | ενοριακού |
| αιτιατική | τον | ενοριακό | την | ενοριακή | το | ενοριακό |
| κλητική | ενοριακέ | ενοριακή | ενοριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενοριακοί | οι | ενοριακές | τα | ενοριακά |
| γενική | των | ενοριακών | των | ενοριακών | των | ενοριακών |
| αιτιατική | τους | ενοριακούς | τις | ενοριακές | τα | ενοριακά |
| κλητική | ενοριακοί | ενοριακές | ενοριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενοριακός < μεσαιωνική ελληνική < ενορία
Μεταφράσεις
ενοριακός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.