ενοριακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενοριακός η ενοριακή το ενοριακό
      γενική του ενοριακού της ενοριακής του ενοριακού
    αιτιατική τον ενοριακό την ενοριακή το ενοριακό
     κλητική ενοριακέ ενοριακή ενοριακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενοριακοί οι ενοριακές τα ενοριακά
      γενική των ενοριακών των ενοριακών των ενοριακών
    αιτιατική τους ενοριακούς τις ενοριακές τα ενοριακά
     κλητική ενοριακοί ενοριακές ενοριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενοριακός < μεσαιωνική ελληνική < ενορία

Επίθετο

ενοριακός, -ή, -ό

  1. σχετικός με μια ενορία
    ενοριακός ναός, ενοριακός ιερέας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.