Ενορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ενορία | οι | Ενορίες |
| γενική | της | Ενορίας | των | Ενοριών |
| αιτιατική | την | Ενορία | τις | Ενορίες |
| κλητική | Ενορία | Ενορίες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Απόψε της Ενορίας
Ετυμολογία
- Ενορία < ενορία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.noˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐νο‐ρί‐α
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.