ενθρονιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενθρονιστικός | η | ενθρονιστική | το | ενθρονιστικό |
| γενική | του | ενθρονιστικού | της | ενθρονιστικής | του | ενθρονιστικού |
| αιτιατική | τον | ενθρονιστικό | την | ενθρονιστική | το | ενθρονιστικό |
| κλητική | ενθρονιστικέ | ενθρονιστική | ενθρονιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενθρονιστικοί | οι | ενθρονιστικές | τα | ενθρονιστικά |
| γενική | των | ενθρονιστικών | των | ενθρονιστικών | των | ενθρονιστικών |
| αιτιατική | τους | ενθρονιστικούς | τις | ενθρονιστικές | τα | ενθρονιστικά |
| κλητική | ενθρονιστικοί | ενθρονιστικές | ενθρονιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ενθρονιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.